- φίλωσις
- -ώσεως, ἡ, Α1. παλαιότερος τ. τού φιλίωσις·2. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός έξι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίλωσιν — φίλων masc dat pl φίλωσις six fem acc sg φί̱λωσιν , φιλέω love aor subj act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)